τσιπουροκατάνυξη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τσιπουροκατάνυξη < τσίπουρ(ο) + -ο- + κατάνυξη
Ουσιαστικό επεξεργασία
τσιπουροκατάνυξη θηλυκό (& τσιπροκατάνυξη)
- (λαϊκότροπο, ειρωνικό) υπερβολική κατανάλωση τσίπουρου
Μεταφράσεις επεξεργασία
τσιπουροκατάνυξη
|