ουζάδικο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ουζάδικο | τα | ουζάδικα |
γενική | του | ουζάδικου | των | ουζάδικων |
αιτιατική | το | ουζάδικο | τα | ουζάδικα |
κλητική | ουζάδικο | ουζάδικα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαουζάδικο ουδέτερο
- κατάστημα στο οποίο σερβίρεται ούζο και άλλα οινοπνευματώδη ποτά με μεζέ
- (κατ’ επέκταση) ταβέρνα
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ούζο
Μεταφράσεις
επεξεργασία ουζάδικο
|