μεζές
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | μεζές | οι | μεζέδες |
γενική | του | μεζέ | των | μεζέδων |
αιτιατική | τον | μεζέ | τους | μεζέδες |
κλητική | μεζέ | μεζέδες | ||
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μεζές < (άμεσο δάνειο) τουρκική meze < περσική مزه (mæˈze)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμεζές αρσενικό
- μικρή ποσότητα (πικάντικου) φαγητού, συνήθως για να συνοδεύσει ένα ποτό
- ούζο με μεζέ
- Καθίστε να πάρουμε ένα μεζέ
- κάτι νόστιμο
- μικρή μερίδα ή μπουκιά ενός φαγητού ως πρόγευση, ορεκτικό ή για δοκιμή
- (μεταφορικά) (οικείο) μικρό μέρος από κάτι
Εκφράσεις
επεξεργασία- πήρα (κάποιον) στο μεζέ: άρχισα να ειρωνεύομαι και να κοροϊδεύω κάποιον
- ≈ συνώνυμα: τον πήρα στο ψιλό