Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μεζεδοπωλείο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
μεζεδοπωλεί
ο
τα
μεζεδοπωλεί
α
γενική
του
μεζεδοπωλεί
ου
των
μεζεδοπωλεί
ων
αιτιατική
το
μεζεδοπωλεί
ο
τα
μεζεδοπωλεί
α
κλητική
μεζεδοπωλεί
ο
μεζεδοπωλεί
α
Κατηγορία
όπως «
πεύκο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
μεζεδοπωλείο
<
μεζέδ
(ες), πληθυντικός του
μεζές
+
-ο-
+
-πωλείο
(<
πωλώ
)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μεζεδοπωλείο
ουδέτερο
κατάστημα
που σερβίρει
μεζέδες
και
ποτά
Συνώνυμα
επεξεργασία
μεζεδάδικο
ουζερί
φαγάδικο
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τη λέξη
μεζές
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μεζεδοπωλείο