μεζεδάδικο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μεζεδάδικο ουδέτερο
- (λαϊκότροπο) κατάστημα που σερβίρει μεζέδες και ποτά
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη μεζές
Μεταφράσεις επεξεργασία
μεζεδάδικο
|