ουζερί
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ουζερί ουδέτερο άκλιτο
- κατάστημα στο οποίο σερβίρεται ούζο και άλλα οινοπνευματώδη ποτά με μεζέ
- (κατ’ επέκταση) ταβέρνα
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη ούζο
Μεταφράσεις επεξεργασία
ουζερί
|