Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ουζερί < ούζ(ο) + -ερί

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ουζερί ουδέτερο άκλιτο

  1. κατάστημα στο οποίο σερβίρεται ούζο και άλλα οινοπνευματώδη ποτά με μεζέ
    Είχε τη μοναδική ικανότητα να οσμίζεται τα καλύτερα κουτούκια, τα καλύτερα ουζερί. (*)
  2. (κατ’ επέκταση) ταβέρνα

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη ούζο

  Μεταφράσεις επεξεργασία