οινοπνευματώδης
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
πτώση | ενικός | ||
---|---|---|---|
ονομαστική | οινοπνευματώδης | οινοπνευματώδης | οινοπνευματώδες |
γενική | οινοπνευματώδους | οινοπνευματώδους | οινοπνευματώδους |
αιτιατική | οινοπνευματώδη | οινοπνευματώδη | οινοπνευματώδες |
κλητική | οινοπνευματώδη(ς) | οινοπνευματώδης | οινοπνευματώδες |
πτώση | πληθυντικός | ||
ονομαστική | οινοπνευματώδεις | οινοπνευματώδεις | οινοπνευματώδη |
γενική | οινοπνευματωδών | οινοπνευματωδών | οινοπνευματωδών |
αιτιατική | οινοπνευματώδεις | οινοπνευματώδεις | οινοπνευματώδη |
κλητική | οινοπνευματώδεις | οινοπνευματώδεις | οινοπνευματώδη |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- οινοπνευματώδης < οινόπνευμα + -ώδης ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική alcoolique)
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
οινοπνευματώδης
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις οινόπνευμα, οίνος, πνεύμα και πνέω
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
οινοπνευματώδης