πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αλκοολούχος η αλκοολούχα
& αλκοολούχος
το αλκοολούχο
      γενική του αλκοολούχου της αλκοολούχας
& αλκοολούχου
του αλκοολούχου
    αιτιατική τον αλκοολούχο την αλκοολούχα
& αλκοολούχο
το αλκοολούχο
     κλητική αλκοολούχε αλκοολούχα
& αλκοολούχε
αλκοολούχο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αλκοολούχοι οι αλκοολούχες
& αλκοολούχοι
τα αλκοολούχα
      γενική των αλκοολούχων των αλκοολούχων των αλκοολούχων
    αιτιατική τους αλκοολούχους τις αλκοολούχες
& αλκοολούχους
τα αλκοολούχα
     κλητική αλκοολούχοι αλκοολούχες
& αλκοολούχοι
αλκοολούχα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «κερδοφόρος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
αλκοολούχος < αλκοόλ + -ούχος ( < έχω )

αλκοολούχος, -α/-ος, -ο

  • αυτός που περιέχει αλκοόλ
    στις ΗΠΑ απαγορεύεται η διάθεση αλκοολούχων ποτών σε νέους κάτω των 18 ετών

Συνώνυμα

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία