Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αλκοολούχος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αλκοολούχ
ος
η
αλκοολούχ
α
&
αλκοολούχ
ος
το
αλκοολούχ
ο
γενική
του
αλκοολούχ
ου
της
αλκοολούχ
ας
&
αλκοολούχ
ου
του
αλκοολούχ
ου
αιτιατική
τον
αλκοολούχ
ο
την
αλκοολούχ
α
&
αλκοολούχ
ο
το
αλκοολούχ
ο
κλητική
αλκοολούχ
ε
αλκοολούχ
α
&
αλκοολούχ
ε
αλκοολούχ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αλκοολούχ
οι
οι
αλκοολούχ
ες
&
αλκοολούχ
οι
τα
αλκοολούχ
α
γενική
των
αλκοολούχ
ων
των
αλκοολούχ
ων
των
αλκοολούχ
ων
αιτιατική
τους
αλκοολούχ
ους
τις
αλκοολούχ
ες
&
αλκοολούχ
ους
τα
αλκοολούχ
α
κλητική
αλκοολούχ
οι
αλκοολούχ
ες
&
αλκοολούχ
οι
αλκοολούχ
α
ομάδα '-ος -ος -ο & -α'
,
Κατηγορία
όπως «
κερδοφόρος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αλκοολούχος
<
αλκοόλ
+
-ούχος
( <
έχω
)
Επίθετο
επεξεργασία
αλκοολούχος, -α/-ος, -ο
αυτός που περιέχει
αλκοόλ
στις ΗΠΑ απαγορεύεται η διάθεση
αλκοολούχων
ποτών σε νέους κάτω των 18 ετών
Συνώνυμα
επεξεργασία
οινοπνευματώδης
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αλκοολούχος
αγγλικά
:
alcoholic
(en)
γαλλικά
:
alcoolisé
(fr)
πολωνικά
:
alkoholowy
(pl)