αλκοόλ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αλκοόλ < (άμεσο δάνειο) γαλλική alcool < μεσαιωνική λατινική alkohol < αραβική اَلْكُحْل (al-kuḥl: αντιμόνιο) ή αραβική غول (ḡūl: δαίμονας της ερήμου, άσχημη επίδραση, πονοκέφαλος, καταστροφή)
Ουσιαστικό
επεξεργασίααλκοόλ ουδέτερο άκλιτο
- το οινόπνευμα που περιέχεται στα οινοπνευματώδη ποτά
- (κατ’ επέκταση) τα οινοπνευματώδη ποτά, ή αλλιώς αλκοολούχα
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- αλκοόλ στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία αλκοόλ
|