Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αλκοτέστ < (λόγιο δάνειο) γαλλική alcootest[1] ή alcotest

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αλκοτέστ ουδέτερο άκλιτο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία