↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αλκοολισμός οι αλκοολισμοί
      γενική του αλκοολισμού των αλκοολισμών
    αιτιατική τον αλκοολισμό τους αλκοολισμούς
     κλητική αλκοολισμέ αλκοολισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αλκοολισμός < αλκοόλ + -ισμός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αλκοολισμός αρσενικό

  • η χρόνια νοσηρή εξάρτηση (πάθους) σε οινοπνευματώδη ή αλκοολούχα ποτά

  Μεταφράσεις

επεξεργασία