Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αλκοολισμός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
αλκοολισμ
ός
οι
αλκοολισμ
οί
γενική
του
αλκοολισμ
ού
των
αλκοολισμ
ών
αιτιατική
τον
αλκοολισμ
ό
τους
αλκοολισμ
ούς
κλητική
αλκοολισμ
έ
αλκοολισμ
οί
Κατηγορία
όπως «
ναός
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αλκοολισμός
<
αλκοόλ
+
-ισμός
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αλκοολισμός
αρσενικό
η χρόνια νοσηρή εξάρτηση (πάθους) σε οινοπνευματώδη ή αλκοολούχα ποτά
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αλκοολισμός
αγγλικά
:
alcoholism
(en)
γαλλικά
:
alcoolisme
(fr)
ισπανικά
:
alcoholismo
(es)
φινλανδικά
:
alkoholismi
(fi)