αλκοόλη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αλκοόλη | οι | αλκοόλες |
γενική | της | αλκοόλης | των | αλκοολών |
αιτιατική | την | αλκοόλη | τις | αλκοόλες |
κλητική | αλκοόλη | αλκοόλες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αλκοόλη < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίααλκοόλη θηλυκό
- (χημεία) οποιαδήποτε οργανική ένωση που περιέχει ένα ή περισσότερα υδροξύλια ή υδροξυομάδες (-OH), συνδεμένα με άτομο άνθρακα και εφόσον το υδροξύλιο είναι η κύρια χαρακτηριστική ομάδα της ένωσης
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αλκοόλη
|