δαίμονας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | δαίμονας | οι | δαίμονες |
γενική | του | δαίμονα | των | δαιμόνων |
αιτιατική | τον | δαίμονα | τους | δαίμονες |
κλητική | δαίμονα | δαίμονες | ||
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- δαίμονας < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική δαίμονας < αρχαία ελληνική δαίμων [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈðe.mo.nas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δαί‐μο‐νας
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδαίμονας αρσενικό
- κακοποιό πνεύμα
- άνθρωπος πανέξυπνος που βρίσκει πάντα τρόπο να πετυχαίνει αυτό που θέλει
- άνθρωπος καταχθόνιος
- (διαδικτυακή αργκό) πρόγραμμα το οποίο εκτελείται στο παρασκήνιο (χωρίς να έχει εμφανές γραφικό περιβάλλον), υπηρεσία
Συνώνυμα
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία- ο δαίμονας/δαίμων του τυπογραφείο: αστεϊσμός σχετικός με τα τυπογραφικά λάθη που υπονοεί αμέλεια εκ μέρους των τυπογράφων και διορθωτών ενός εντύπου
- ⮡ χτύπησε πάλι ο δαίμονας του τυπογραφείου. Ο τίτλος του πρωτοσέλιδου άρθρου μπήκε στη σελίδα με τις μικρές αγγελίες!
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία δαίμονας
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ δαίμονας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας