δαιμονολατρία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δαιμονολατρία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική démonolâtrie < δαίμων + -λατρία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδαιμονολατρία θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία δαιμονολατρία
δαιμονολατρία θηλυκό