pepo
Λατινικά (la) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- pepo < αρχαία ελληνική πέπων
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
pepo αρσενικό
επεξεργασία
- αγγλικά: pepo, pumpkin
- αλβανικά: pjep, pjepër
- αρωμουνικά: peapine, piponj
- ισπανικά: pepino, pepón
- μέση γαλλική: pompon
- πορτογαλικά: pepino
- ρουμανικά: pepene
Κλίση επεξεργασία
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pepo | peponēs |
γενική | peponis | peponum |
δοτική | peponī | peponibus |
αιτιατική | peponem | peponēs |
κλητική | pepo | peponēs |
αφαιρετική | pepone | peponibus |