Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

πέπων αρσενικό (καθαρεύουσα)



 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / πέπων τὸ πέπον
      γενική τοῦ/τῆς πέπονος τοῦ πέπονος
      δοτική τῷ/τῇ πέπον τῷ πέπον
    αιτιατική τὸν/τὴν πέπον - πέπω τὸ πέπον
     κλητική ! πέπον πέπον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ πέπονες - πέπους τὰ πέπον - πέπω
      γενική τῶν πεπόνων τῶν πεπόνων
      δοτική τοῖς/ταῖς πέποσῐ(ν) τοῖς πέποσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς πέπονᾰς - πέπους τὰ πέπον - πέπω
     κλητική ! πέπονες - πέπους πέπον - πέπω
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ πέπονε τὼ πέπονε
      γεν-δοτ τοῖν πεπόνοιν τοῖν πεπόνοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'μείζων' όπως «πλέων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. πεπόνι - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.