Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γινωμένος η γινωμένη το γινωμένο
      γενική του γινωμένου της γινωμένης του γινωμένου
    αιτιατική τον γινωμένο τη γινωμένη το γινωμένο
     κλητική γινωμένε γινωμένη γινωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γινωμένοι οι γινωμένες τα γινωμένα
      γενική των γινωμένων των γινωμένων των γινωμένων
    αιτιατική τους γινωμένους τις γινωμένες τα γινωμένα
     κλητική γινωμένοι γινωμένες γινωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

γινωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος γινώνω, γινώνομαι

  Μετοχή επεξεργασία

γινωμένος, -η, -ο

Άλλες μορφές επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία