γινωμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- γινωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος γινώνω, γινώνομαι
Μετοχή επεξεργασία
γινωμένος, -η, -ο
- (για καρπούς) που έχει ωριμάσει
Άλλες μορφές επεξεργασία
Σύνθετα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
γινωμένος
|