μαστιγώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μαστιγώνω < (ελληνιστική κοινή) μαστιγώνω < αρχαία ελληνική μαστιγόω-μαστιγῶ +-ώνω
Ρήμα
επεξεργασίαμαστιγώνω
- χτυπάω κάποιον με το μαστίγιο
- μαστιγώνουν τα άλογα για να τρέξουν πιο γρήγορα
- τιμωρώ κάποιον χτυπώντας τον με το μαστίγιο, σε χώρες που έχουν την ποινή του μαστιγώματος, ή τον χτυπάω αυθαίρετα και παράνομα
- όταν ο μικρός έκλεψε απ' το ταμείο, ο πατέρας του τον μαστίγωσε με το λουρί της ζώνης του!
- (μεταφορικά) κατακρίνω έντονα, τιμωρώ αυστηρά, απαγορεύω
- Ηταν υποχρεωμένοι να μαστιγώνουν τα παθολογικά συμπτώματα της κοινωνίας της εποχής τους
- (μεταφορικά) σαν να μαστιγώνω, όταν προκαλώ σε κάποιον την φυσική αίσθηση του μαστιγώματος αλλά με άλλο μέσο
- η βροχή και ο άνεμος μαστίγωναν το πρόσωπό του
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μαστιγώνω | μαστίγωνα | θα μαστιγώνω | να μαστιγώνω | μαστιγώνοντας | |
β' ενικ. | μαστιγώνεις | μαστίγωνες | θα μαστιγώνεις | να μαστιγώνεις | μαστίγωνε | |
γ' ενικ. | μαστιγώνει | μαστίγωνε | θα μαστιγώνει | να μαστιγώνει | ||
α' πληθ. | μαστιγώνουμε | μαστιγώναμε | θα μαστιγώνουμε | να μαστιγώνουμε | ||
β' πληθ. | μαστιγώνετε | μαστιγώνατε | θα μαστιγώνετε | να μαστιγώνετε | μαστιγώνετε | |
γ' πληθ. | μαστιγώνουν(ε) | μαστίγωναν μαστιγώναν(ε) |
θα μαστιγώνουν(ε) | να μαστιγώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μαστίγωσα | θα μαστιγώσω | να μαστιγώσω | μαστιγώσει | ||
β' ενικ. | μαστίγωσες | θα μαστιγώσεις | να μαστιγώσεις | μαστίγωσε | ||
γ' ενικ. | μαστίγωσε | θα μαστιγώσει | να μαστιγώσει | |||
α' πληθ. | μαστιγώσαμε | θα μαστιγώσουμε | να μαστιγώσουμε | |||
β' πληθ. | μαστιγώσατε | θα μαστιγώσετε | να μαστιγώσετε | μαστιγώστε | ||
γ' πληθ. | μαστίγωσαν μαστιγώσαν(ε) |
θα μαστιγώσουν(ε) | να μαστιγώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μαστιγώσει | είχα μαστιγώσει | θα έχω μαστιγώσει | να έχω μαστιγώσει | ||
β' ενικ. | έχεις μαστιγώσει | είχες μαστιγώσει | θα έχεις μαστιγώσει | να έχεις μαστιγώσει | ||
γ' ενικ. | έχει μαστιγώσει | είχε μαστιγώσει | θα έχει μαστιγώσει | να έχει μαστιγώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε μαστιγώσει | είχαμε μαστιγώσει | θα έχουμε μαστιγώσει | να έχουμε μαστιγώσει | ||
β' πληθ. | έχετε μαστιγώσει | είχατε μαστιγώσει | θα έχετε μαστιγώσει | να έχετε μαστιγώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν μαστιγώσει | είχαν μαστιγώσει | θα έχουν μαστιγώσει | να έχουν μαστιγώσει |
|