fouetter
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- fouetter < fouet
Προφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαfouetter (fr)
- μαστιγώνω
- δέρνω
- Cette fille, il la fouettait à mort avec une trique de caoutchouc. (από το βιβλίο «1984» του Τζώρτζ Όργουελ, όπως μεταφράστηκε στη γαλλική)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη fouet