μαστίγωμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία- μαστίγωμα < μαστιγώ(νω) + -μα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμαστίγωμα ουδέτερο
- η μαστίγωση, η ενέργεια και το αποτέλεσμα του μαστιγώνω, κυριολεκτικά ή μεταφορικά
- Οι ριπές του θαλασσινου νερού τον μαστίγωναν μανιασμένα, αλλά δεν έλεγε να φύγει από την πλώρη