μαστίγιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- μαστίγιο < (ελληνιστική κοινή) μαστίγιον, υποκοριστικό του αρχαία ελληνική μάστιξ

Ουσιαστικό
επεξεργασία
μαστίγιο ουδέτερο
- λεπτή λουρίδα (ή λουρίδες), με την οποία χτυπιούνται τα υποζύγια ή και άνθρωποι
- (βιολογία) λεπτή απόφυση στην επιφάνεια κυττάρων ή βακτηρίων
- (μεταφορικά) έντονη επίπληξη ή κριτική
Εκφράσεις
επεξεργασία- μαστίγιο και καρότο