βούρδουλας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βούρδουλας < μεσαιωνική ελληνική βούρδουλας < πιθανόν από το βουδόρος ή το τουρκικό vurdum (αόριστος του vurmak)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβούρδουλας αρσενικό
- το μαστίγιο
- (συνεκδοχικά) η μαστίγωση
- (μεταφορικά) ο καταναγκασμός