καταναγκασμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καταναγκασμός < καταναγκάζω
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαταναγκασμός αρσενικό
- η εξωτερική δύναμη/ενέργεια που οδηγεί τους ανθρώπους να κάνουν πράγματα παρά τη θέλησή τους καθώς και το αποτέλεσμα αυτής της ενέργειας
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία καταναγκασμός