Άνοιγμα κυρίου μενού
Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Είσοδος
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
καταναγκαστικός
Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Ελληνικά (el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Αντώνυμα
1.2.3
Μεταφράσεις
Ελληνικά (el)
Επεξεργασία
Η σελίδα αυτή χρειάζεται επέκταση. Βοηθήστε το Βικιλεξικό
επεκτείνοντάς την
!
πτώση
ενικός
ονομαστική
καταναγκαστικ
ός
καταναγκαστικ
ή
καταναγκαστικ
ό
γενική
καταναγκαστικ
ού
καταναγκαστικ
ής
καταναγκαστικ
ού
αιτιατική
καταναγκαστικ
ό
καταναγκαστικ
ή
καταναγκαστικ
ό
κλητική
καταναγκαστικ
έ
καταναγκαστικ
ή
καταναγκαστικ
ό
πτώση
πληθυντικός
ονομαστική
καταναγκαστικ
οί
καταναγκαστικ
ές
καταναγκαστικ
ά
γενική
καταναγκαστικ
ών
καταναγκαστικ
ών
καταναγκαστικ
ών
αιτιατική
καταναγκαστικ
ούς
καταναγκαστικ
ές
καταναγκαστικ
ά
κλητική
καταναγκαστικ
οί
καταναγκαστικ
ές
καταναγκαστικ
ά
Ετυμολογία
Επεξεργασία
καταναγκαστικός
<
καταναγκάζω
Επίθετο
Επεξεργασία
καταναγκαστικός
ο επιβαλλόμενος δια νόμου, διαταγής ή άσκησης βίας
(
μεταφορικά
)
επαχθής
Συνώνυμα
Επεξεργασία
εξαναγκαστικός
υποχρεωτικός
Αντώνυμα
Επεξεργασία
εκούσιος
θεληματικός
Μεταφράσεις
Επεξεργασία
καταναγκαστικός
γαλλικά
:
coercitif
(fr)
,
forcé
(fr)