• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

forcé

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία
Δείτε επίσης : force

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Γαλλικά (fr)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Επίθετο
      • 1.3.1 Συγγενικά

Γαλλικά (fr)

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία
forcé < forcer

Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /fɔʁ.se/

Επίθετο

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό forcé forcés
θηλυκό forcée forcées

forcé (fr)

  1. υποχρεωτικός, αναγκαστικός, καταναγκαστικός, αναγκασμένος
    ≈ συνώνυμα: inéluctable, inévitable, nécessaire, obligatoire
    ≠ αντώνυμα: facultatif
  2. (οικείο) c'est forcé ! - σίγουρα, αναγκαστικά, οπωσδήποτε
  3. βεβιασμένος, επιτηδευμένος
    ≈ συνώνυμα: artificiel, factice
    ≠ αντώνυμα: naturel, vrai
  4. ψεύτικος, βεβιασμένος, (οικείο) τραβηγμένος από τα μαλλιά

Συγγενικά

επεξεργασία
  • forçage
  • forçat
  • force
  • forcement
  • forcément
  • forcer
  • forcerie
  • forcing
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=forcé&oldid=6725405"
Τελευταία επεξεργασία στις 18 Μαΐου 2024, στις 15:11

Γλώσσες

    • Català
    • Čeština
    • Deutsch
    • English
    • Español
    • Suomi
    • Français
    • Magyar
    • Ido
    • Malagasy
    • Nederlands
    • Polski
    • Tiếng Việt
    • 中文
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 18 Μαΐου 2024, στις 15:11.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας