forçage
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- forçage < forcer
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
forçage | forçages |
forçage (fr) αρσενικό
- ο εξαναγκασμός (πχ. ενός ζώου που το αναγκάζουν οι κυνηγοί να τρέχει)
- η τεχνητή καλλιέργεια ενός φυτού σε διαφορετικό χώρο ή εποχή από το κανονικό