εξαναγκασμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- εξαναγκασμός < εξαναγκάζω < ἐξαναγκάζω < ἐξ + ἀναγκάζω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
εξαναγκασμός αρσενικό
- η υποχρέωση από άλλους ή από καταστάσεις σε ενέργεια που δεν αποτελεί επιλογή του υποκειμένου
- ο φυσικός εξαναγκασμός υποκαθιστά τον ψυχολογικό εξαναγκασμό οσάκις αυτός στερείται αποτελεσματικότητας (από το βιβλίο "Κυρωτική Λειτουργία του Δικαίου", του Κ. Δεσποτόπουλου)
- (ψυχιατρική) η παρορμητική συμπεριφορά, η εξαναγκαστική, η ψυχαναγκαστική επανάληψη λέξεων, κινήσεων χωρίς την λογική επιθυμία ή επιλογή του υποκειμένου
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εξαναγκασμός