Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
compulsão
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Πορτογαλικά (pt)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
Πορτογαλικά
(pt)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
compulsão
< από το
λατινικό
compulsiō
Ουσιαστικό
επεξεργασία
compulsão
(pt)
θηλυκό
(πληθ. : compulsões)
εξαναγκασμός
παρόρμηση
Συγγενικά
επεξεργασία
compelir
compulsivo