• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

compulsão

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Πορτογαλικά (pt)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συγγενικά

Πορτογαλικά (pt)

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία
compulsão < από το λατινικό compulsiō

Ουσιαστικό

επεξεργασία

compulsão (pt) θηλυκό (πληθ. : compulsões)

  1. εξαναγκασμός
  2. παρόρμηση

Συγγενικά

επεξεργασία
  • compelir
  • compulsivo
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=compulsão&oldid=3785838"
Τελευταία επεξεργασία στις 4 Μαΐου 2017, στις 15:26

Γλώσσες

    • English
    • Português
    • 中文
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 4 Μαΐου 2017, στις 15:26.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας