Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kɔ.ɛʁ.si.sjɔ̃/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
coercition coercitions

coercition (fr) θηλυκό