Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

forcing (en)



      ενικός         πληθυντικός  
forcing forcings

  Ετυμολογία

επεξεργασία
forcing < (άμεσο δάνειο) αγγλική forcing < force (ρήμα)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /fɔʁ.siŋ/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

forcing (fr) αρσενικό

  1. αθλητική επίθεση εναντίον ενός αντιπάλου που υποχρεώνεται να παραμείνει σε αμυντική θέση
  2. (μεταφορικά, οικείο) σταθερή επίθεση, πίεση (εναντίον ενός πραγματικού ή φανταστικού αντιπάλου)
  3. έντονη προσπάθεια ή εξάσκηση

Συγγενικά

επεξεργασία