forcing
Γαλλικά (fr) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- forcing < αγγλική forcing < to force
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
forcing | forcings |
forcing (fr) αρσενικό
- αθλητική επίθεση εναντίον ενός αντιπάλου που υποχρεώνεται να παραμείνει σε αμυντική θέση
- (μεταφορικά) (οικείο) σταθερή επίθεση, πίεση (εναντίον ενός πραγματικού ή φανταστικού αντιπάλου)
- έντονη προσπάθεια ή εξάσκηση