forcement
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- forcement < forcer
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /fɔʁ.sə.mɑ̃/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
forcement | forcements |
forcement (fr) αρσενικό
Δείτε επίσης : forcément |
ενικός | πληθυντικός |
forcement | forcements |
forcement (fr) αρσενικό