artificiel
Γαλλικά (fr) Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | artificiel | artificiels |
θηλυκό | artificielle | artificielles |
artificiel (fr)
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη artifice
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | artificiel | artificiels |
θηλυκό | artificielle | artificielles |
artificiel (fr)