• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

εξαναγκαστικός

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Επίθετο
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

πτώση ενικός
ονομαστική εξαναγκαστικός εξαναγκαστική εξαναγκαστικό
γενική εξαναγκαστικού εξαναγκαστικής εξαναγκαστικού
αιτιατική εξαναγκαστικό εξαναγκαστική εξαναγκαστικό
κλητική εξαναγκαστικέ εξαναγκαστική εξαναγκαστικό
πτώση πληθυντικός
ονομαστική εξαναγκαστικοί εξαναγκαστικές εξαναγκαστικά
γενική εξαναγκαστικών εξαναγκαστικών εξαναγκαστικών
αιτιατική εξαναγκαστικούς εξαναγκαστικές εξαναγκαστικά
κλητική εξαναγκαστικοί εξαναγκαστικές εξαναγκαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

εξαναγκαστικός < → λείπει η ετυμολογία

  ΕπίθετοΕπεξεργασία

εξαναγκαστικός, -ή, -ό

  • που εξαναγκάζει


  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    εξαναγκαστικός
  • αγγλικά : forcible (en)
  • γαλλικά : contraignant (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=εξαναγκαστικός&oldid=4711216"
Τελευταία επεξεργασία στις 14 Αυγούστου 2020, στις 22:01

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 14 Αυγούστου 2020, στις 22:01.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie