Άνοιγμα κυρίου μενού
Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Είσοδος
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εξαναγκαστικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Ελληνικά (el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Ελληνικά (el)
Επεξεργασία
πτώση
ενικός
ονομαστική
εξαναγκαστικ
ός
εξαναγκαστικ
ή
εξαναγκαστικ
ό
γενική
εξαναγκαστικ
ού
εξαναγκαστικ
ής
εξαναγκαστικ
ού
αιτιατική
εξαναγκαστικ
ό
εξαναγκαστικ
ή
εξαναγκαστικ
ό
κλητική
εξαναγκαστικ
έ
εξαναγκαστικ
ή
εξαναγκαστικ
ό
πτώση
πληθυντικός
ονομαστική
εξαναγκαστικ
οί
εξαναγκαστικ
ές
εξαναγκαστικ
ά
γενική
εξαναγκαστικ
ών
εξαναγκαστικ
ών
εξαναγκαστικ
ών
αιτιατική
εξαναγκαστικ
ούς
εξαναγκαστικ
ές
εξαναγκαστικ
ά
κλητική
εξαναγκαστικ
οί
εξαναγκαστικ
ές
εξαναγκαστικ
ά
Ετυμολογία
Επεξεργασία
εξαναγκαστικός
<
→ λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
Επεξεργασία
εξαναγκαστικός, -ή, -ό
που
εξαναγκάζει
Μεταφράσεις
Επεξεργασία
εξαναγκαστικός
αγγλικά
:
forcible
(en)
γαλλικά
:
contraignant
(fr)