Δείτε επίσης: απεχθής
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επαχθής η επαχθής το επαχθές
      γενική του επαχθούς* της επαχθούς του επαχθούς
    αιτιατική τον επαχθή την επαχθή το επαχθές
     κλητική επαχθή(ς) επαχθής επαχθές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επαχθείς οι επαχθείς τα επαχθή
      γενική των επαχθών των επαχθών των επαχθών
    αιτιατική τους επαχθείς τις επαχθείς τα επαχθή
     κλητική επαχθείς επαχθείς επαχθή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
επαχθής < αρχαία ελληνική ἐπαχθής < ἐπί + ἄχθος (βάρος)

  Επίθετο

επεξεργασία

επαχθής -ής, -ές

  • που προξενεί μεγάλο βάρος
    οι όροι του δανείου χαρακτηρίστηκαν επαχθείς

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία