καταναγκάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καταναγκάζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική καταναγκάζω < (κατά) κατ- + ἀναγκάζω < ἀνάγκη
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.ta.naŋˈɡa.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τα‐να‐γκά‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίακαταναγκάζω, αόρ.: κατανάγκασα, παθ.φωνή: καταναγκάζομαι, π.αόρ.: καταναγκάστηκα, μτχ.π.π.: καταναγκασμένος
Συγγενικά
επεξεργασία- ακατανάγκαστος
- καταναγκασμένος
- καταναγκασμός
- καταναγκαστικά
- καταναγκαστικός
- καταναγκαστικώς
- καταναγκαστός
→ δείτε τις λέξεις κατά, αναγκάζω και ανάγκη
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | καταναγκάζω | κατανάγκαζα | θα καταναγκάζω | να καταναγκάζω | καταναγκάζοντας | |
β' ενικ. | καταναγκάζεις | κατανάγκαζες | θα καταναγκάζεις | να καταναγκάζεις | κατανάγκαζε | |
γ' ενικ. | καταναγκάζει | κατανάγκαζε | θα καταναγκάζει | να καταναγκάζει | ||
α' πληθ. | καταναγκάζουμε | καταναγκάζαμε | θα καταναγκάζουμε | να καταναγκάζουμε | ||
β' πληθ. | καταναγκάζετε | καταναγκάζατε | θα καταναγκάζετε | να καταναγκάζετε | καταναγκάζετε | |
γ' πληθ. | καταναγκάζουν(ε) | κατανάγκαζαν καταναγκάζαν(ε) |
θα καταναγκάζουν(ε) | να καταναγκάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κατανάγκασα | θα καταναγκάσω | να καταναγκάσω | καταναγκάσει | ||
β' ενικ. | κατανάγκασες | θα καταναγκάσεις | να καταναγκάσεις | κατανάγκασε | ||
γ' ενικ. | κατανάγκασε | θα καταναγκάσει | να καταναγκάσει | |||
α' πληθ. | καταναγκάσαμε | θα καταναγκάσουμε | να καταναγκάσουμε | |||
β' πληθ. | καταναγκάσατε | θα καταναγκάσετε | να καταναγκάσετε | καταναγκάστε | ||
γ' πληθ. | κατανάγκασαν καταναγκάσαν(ε) |
θα καταναγκάσουν(ε) | να καταναγκάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω καταναγκάσει | είχα καταναγκάσει | θα έχω καταναγκάσει | να έχω καταναγκάσει | ||
β' ενικ. | έχεις καταναγκάσει | είχες καταναγκάσει | θα έχεις καταναγκάσει | να έχεις καταναγκάσει | ||
γ' ενικ. | έχει καταναγκάσει | είχε καταναγκάσει | θα έχει καταναγκάσει | να έχει καταναγκάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε καταναγκάσει | είχαμε καταναγκάσει | θα έχουμε καταναγκάσει | να έχουμε καταναγκάσει | ||
β' πληθ. | έχετε καταναγκάσει | είχατε καταναγκάσει | θα έχετε καταναγκάσει | να έχετε καταναγκάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν καταναγκάσει | είχαν καταναγκάσει | θα έχουν καταναγκάσει | να έχουν καταναγκάσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | καταναγκάζομαι | καταναγκαζόμουν(α) | θα καταναγκάζομαι | να καταναγκάζομαι | ||
β' ενικ. | καταναγκάζεσαι | καταναγκαζόσουν(α) | θα καταναγκάζεσαι | να καταναγκάζεσαι | ||
γ' ενικ. | καταναγκάζεται | καταναγκαζόταν(ε) | θα καταναγκάζεται | να καταναγκάζεται | ||
α' πληθ. | καταναγκαζόμαστε | καταναγκαζόμαστε καταναγκαζόμασταν |
θα καταναγκαζόμαστε | να καταναγκαζόμαστε | ||
β' πληθ. | καταναγκάζεστε | καταναγκαζόσαστε καταναγκαζόσασταν |
θα καταναγκάζεστε | να καταναγκάζεστε | (καταναγκάζεστε) | |
γ' πληθ. | καταναγκάζονται | καταναγκάζονταν καταναγκαζόντουσαν |
θα καταναγκάζονται | να καταναγκάζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | καταναγκάστηκα | θα καταναγκαστώ | να καταναγκαστώ | καταναγκαστεί | ||
β' ενικ. | καταναγκάστηκες | θα καταναγκαστείς | να καταναγκαστείς | καταναγκάσου | ||
γ' ενικ. | καταναγκάστηκε | θα καταναγκαστεί | να καταναγκαστεί | |||
α' πληθ. | καταναγκαστήκαμε | θα καταναγκαστούμε | να καταναγκαστούμε | |||
β' πληθ. | καταναγκαστήκατε | θα καταναγκαστείτε | να καταναγκαστείτε | καταναγκαστείτε | ||
γ' πληθ. | καταναγκάστηκαν καταναγκαστήκαν(ε) |
θα καταναγκαστούν(ε) | να καταναγκαστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω καταναγκαστεί | είχα καταναγκαστεί | θα έχω καταναγκαστεί | να έχω καταναγκαστεί | καταναγκασμένος | |
β' ενικ. | έχεις καταναγκαστεί | είχες καταναγκαστεί | θα έχεις καταναγκαστεί | να έχεις καταναγκαστεί | ||
γ' ενικ. | έχει καταναγκαστεί | είχε καταναγκαστεί | θα έχει καταναγκαστεί | να έχει καταναγκαστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε καταναγκαστεί | είχαμε καταναγκαστεί | θα έχουμε καταναγκαστεί | να έχουμε καταναγκαστεί | ||
β' πληθ. | έχετε καταναγκαστεί | είχατε καταναγκαστεί | θα έχετε καταναγκαστεί | να έχετε καταναγκαστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν καταναγκαστεί | είχαν καταναγκαστεί | θα έχουν καταναγκαστεί | να έχουν καταναγκαστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι καταναγκασμένος - είμαστε, είστε, είναι καταναγκασμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν καταναγκασμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν καταναγκασμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι καταναγκασμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι καταναγκασμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι καταναγκασμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι καταναγκασμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίακαταναγκάζω
Πηγές
επεξεργασία- καταναγκάζω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- καταναγκάζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.