ἀνάγκη
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἀνάγκη | αἱ | ἀνάγκαι |
γενική | τῆς | ἀνάγκης | τῶν | ἀναγκῶν |
δοτική | τῇ | ἀνάγκῃ | ταῖς | ἀνάγκαις |
αιτιατική | τὴν | ἀνάγκην | τὰς | ἀνάγκᾱς |
κλητική ὦ! | ἀνάγκη | ἀνάγκαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀνάγκᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀνάγκαιν | ||
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'δίκη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἀνάγκη < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂neḱ- (Χρειάζεται ανάπτυξη, εκδοχές)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἀνάγκη θηλυκό (ἀνᾰγκη)
- ανάγκη, πιεστική επιθυμία, εξαναγκασμός
- λογική αναγκαιότητα
- πεπρωμένο
- κακοπάθεια, βασανισμός
- συγγενικός δεσμός αίματος
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ἀνάγκη - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- ἀνάγκη - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀνάγκη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.