αναγκαιότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.naŋ.ɟeˈo.ti.ta/
Ουσιαστικό
επεξεργασίααναγκαιότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του αναγκαίου· αναφέρεται ως επί το πλείστον σε κάτι που το επιβάλλουν οι συνθήκες αλλά και η λογική, η ηθική ή η δεοντολογία