Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀναγκοτροφέω < ἀνάγκη και τρέφω

  Ρήμα επεξεργασία

ἀναγκοτροφέω

  • τρώω κάτι αναγκαστικά, μου επιβάλλεται