whip
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
whip | whips |
whip (en)
- το μαστίγιο
- (πολιτική, αγγλοσαξονικός κόσμος, Κοινοπολιτεία) ο υπεύθυνος κόμματος για την τήρηση της κομματικής πειθαρχίας κατά την ψήφιση νόμων
- (Βρετανία) το ενημερωτικό γράμμα που στέλνει ο υπεύθυνος πειθαρχίας στους βουλευτές
- take the whip
- surrender the whip : παραιτήθηκα από το κόμμα
- my whip has been removed : διαγράφτηκα από το κόμμα
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | whip |
γ΄ ενικό ενεστώτα | whips |
αόριστος | whipped |
παθητική μετοχή | whipped |
ενεργητική μετοχή | whipping |
whip (en)
- (μεταβατικό) μαστιγώνω, χτυπάω κάποιον ή ένα ζώο δυνατά με ένα μαστίγιο, ως τιμωρία ή για να τον κάνω να πάει πιο γρήγορα ή να δουλέψει σκληρότερα
- ↪ Christ was whipped.
- Ο Χριστός μαστιγώθηκε.
- ↪ He took off his belt and started whipping the child.
- Έβγαλε τη ζώνη του κι άρχισε να μαστιγώνει το παιδί.
- ↪ I whip a horse.
- Μαστιγώνω ένα άλογο.
- ↪ Christ was whipped.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) μαστιγώνω, κινούμαι, ή κάνω κάτι να κινηθεί, γρήγορα και ξαφνικά ή βίαια προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση
- ↪ The rain whipped against the windows.
- Η βροχή μαστίγωνε τα παράθυρα.
- ↪ The rain whipped against the windows.
- (μεταβατικό) βγάζω αστραπιαία, αφαιρώ ή τραβώ κάτι γρήγορα και ξαφνικά
- ↪ He whipped a pistol out of his pocket.
- Έβγαλε αστραπιαία ένα πιστόλι από την τσέπη του.
- ↪ He whipped a pistol out of his pocket.
Πηγές
επεξεργασία- whip (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- whip (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 161-162, 527. ISBN 9780194325684., λήμμα: βγάζω, μαστιγώνω