Δείτε επίσης: whim, wit

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
whip whips

whip (en)

  1. το μαστίγιο
  2. (πολιτική, αγγλοσαξονικός κόσμος, Κοινοπολιτεία) ο υπεύθυνος κόμματος για την τήρηση της κομματικής πειθαρχίας κατά την ψήφιση νόμων
    • (Βρετανία) το ενημερωτικό γράμμα που στέλνει ο υπεύθυνος πειθαρχίας στους βουλευτές
    take the whip
    surrender the whip : παραιτήθηκα από το κόμμα
    my whip has been removed : διαγράφτηκα από το κόμμα
ενεστώτας whip
γ΄ ενικό ενεστώτα whips
αόριστος whipped
παθητική μετοχή whipped
ενεργητική μετοχή whipping

whip (en)

  1. (μεταβατικό) μαστιγώνω, χτυπάω κάποιον ή ένα ζώο δυνατά με ένα μαστίγιο, ως τιμωρία ή για να τον κάνω να πάει πιο γρήγορα ή να δουλέψει σκληρότερα
    ⮡  Christ was whipped.
    Ο Χριστός μαστιγώθηκε.
    ⮡  He took off his belt and started whipping the child.
    Έβγαλε τη ζώνη του κι άρχισε να μαστιγώνει το παιδί.
    ⮡  I whip a horse.
    Μαστιγώνω ένα άλογο.
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) μαστιγώνω, κινούμαι, ή κάνω κάτι να κινηθεί, γρήγορα και ξαφνικά ή βίαια προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση
    ⮡  The rain whipped against the windows.
    Η βροχή μαστίγωνε τα παράθυρα.
  3. (μεταβατικό) βγάζω αστραπιαία, αφαιρώ ή τραβώ κάτι γρήγορα και ξαφνικά
    ⮡  He whipped a pistol out of his pocket.
    Έβγαλε αστραπιαία ένα πιστόλι από την τσέπη του.