Ουσιαστικό

επεξεργασία

surrender (en)

ενεστώτας surrender
γ΄ ενικό ενεστώτα surrenders
αόριστος surrendered
παθητική μετοχή surrendered
ενεργητική μετοχή surrendering

surrender (en)

  • παραδίδομαι
    ⮡  She surrendered herself to the police.
    Παραδόθηκε μόνη της στην αστυνομία.