1. τσαγανό
  2. έξυπνο/εύστροφο/εύστοχο χιούμορ, πνεύμα, τσαχπινιά στο λόγο
  3. ευστροφία, εξυπνάδα, ευφυΐα, σπιρτάδα

Συνώνυμα

επεξεργασία
  • clever humour
  • ability to perceive



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

wit (nl)