wit
Αγγλικά (en)
επεξεργασία- τσαγανό
- έξυπνο/εύστροφο/εύστοχο χιούμορ, πνεύμα, τσαχπινιά στο λόγο
- ευστροφία, εξυπνάδα, ευφυΐα, σπιρτάδα
Συνώνυμα
επεξεργασία- clever humour
- ability to perceive
Ολλανδικά (nl)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαwit (nl)