σπιρτάδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σπιρτάδα | οι | σπιρτάδες |
γενική | της | σπιρτάδας | των | (σπιρτάδων) |
αιτιατική | τη | σπιρτάδα | τις | σπιρτάδες |
κλητική | σπιρτάδα | σπιρτάδες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σπιρτάδα < σπίρτο («οινόπνευμα»)
Ουσιαστικό
επεξεργασίασπιρτάδα θηλυκό
- η έντονη γεύση ή οσμή ποτού με μεγάλη περιεκτικότητα σε οινόπνευμα
- η ευφυΐα ενός ανθρώπου που εκδηλώνεται με εντυπωσιακό τρόπο στη λύση προβλημάτων, στη διαπραγμάτευση ενός ζητήματος, σε διάλογο κλπ