↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το άσπρο τα άσπρα
      γενική του άσπρου των άσπρων
    αιτιατική το άσπρο τα άσπρα
     κλητική άσπρο άσπρα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈa.spɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ά‐σπρο

  Ετυμολογία 1

επεξεργασία
άσπρο: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου άσπρος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

άσπρο ουδέτερο

  1. το λευκό χρώμα, που είναι σύνθεση όλων των χρωμάτων
    ⮡  το άσπρο του χιονιού
    ⮡  σου πάνε τα άσπρα
  2. το άσπρο μέρος ενός πράγματος
    ⮡  το άσπρο του κοτόπουλου
    ⮡  το άσπρο του ματιού

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Ετυμολογία 2

επεξεργασία
άσπρο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἄσπρο(ν) (άσπρο νόμισμα, νόμισμα μικρής αξίας) < λατινική asprum < asperum, ουδέτερο του asper (τραχύς· nummus asper: το νόμισμα που είχε πρόσφατα κοπεί και είχε ακόμη τραχιά επιφάνεια) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂esp- (κόβω)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

άσπρο ουδέτερο

  1. (ιστορία, νόμισμα) ασημένιο νόμισμα της Βυζαντινής περιόδου
  2. (ιστορία, νόμισμα) νόμισμα μικρής αξίας της εποχής της Τουρκοκρατίας (τουρκικά akçe) καθώς και της βυζαντινής περιόδου
    ※  Καὶ τί πλερωμὴ θέλετε νὰ μὲ δώσετε; Ἄσπρα; Γρόσια; Φλωριά; Καὶ τί νάν τὰ κάμω; (Κοσμάς ο Αιτωλός, Διδαχή Πρώτη)
    ※  ασλάνια (aslan), άσπρα (asper), γαζέττα (gazetta), γρόσι (grosso), δουκάτον (ducato), δούμπλα ou ντούμπλα , ζολότα (zlot), κολωννάτο (colonnato), λίρα (lire), μαρτζέλλος (marcelo), μαχμουτιές (mahmudiye), μετζίτι (mecit), μπέζο (bezzo, bez), νουσφιές (nisfiye), ουγγία (uncia), παράς (para), πιάστρα (piastre), ρεάλι (reale), ρεγγίνα (regina), ρουμπιές (rubiye), ράσπιδο (ruspio), σκούδον (scudo), σολδί (soldo), τάλλαρον (tallero), τσεκίνι (zechin), τορνέζι (tornese), φιορίνι, φλωρί (Economies méditerranéennes: équilibres et intercommunications, XIIIe-XIX siècles: actes du IIe Colloque international d'histoire, Athènes, 18-25 Septembre 1983, Volume 3, Centre de recherches néohelléniques, Fondation nationale de la recherche scientifique, 1985, σελ. 183)
  3. (παρωχημένο, μόνο στον πληθυντικό) → δείτε τη λέξη άσπρα: χρήματα, περιουσία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Ετυμολογία 3

επεξεργασία
άσπρο: κλιτικός τύπος

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

άσπρο