Δείτε επίσης: Ρεγγίνα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ρεγγίνα οι ρεγγίνες
      γενική της ρεγγίνας των ρεγγίνων
    αιτιατική τη ρεγγίνα τις ρεγγίνες
     κλητική ρεγγίνα ρεγγίνες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ρεγγίνα < (άμεσο δάνειο) λατινική regina (βασίλισσα)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ρεγγίνα θηλυκό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία