Δείτε επίσης: δουκάτο, δουκάδο

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δουκάτον < (άμεσο δάνειο) μεσαιωνική λατινική ducatus. Η λέξη, από τον 6ο αιώνα. Δείτε και δούξ, dux

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

δουκάτον ουδέτερο

  1. δουκάτο, περιοχή όπου εξουσίαζε ο δούξ, o δούκας
  2. (νόμισμα) δουκάτο
    ※  δύο χιλιάδες δουκάτα χρυσά (⌘Μαχαιράς, 67829)
    ※  ασλάνια (aslan), άσπρα (asper), γαζέττα (gazetta), γρόσι (grosso), δουκάτον (ducato), δούμπλα ou ντούμπλα , ζολότα (zlot), κολωννάτο (colonnato), λίρα (lire), μαρτζέλλος (marcelo), μαχμουτιές (mahmudiye), μετζίτι (mecit), μπέζο (bezzo, bez), νουσφιές (nisfiye), ουγγία (uncia), παράς (para), πιάστρα (piastre), ρεάλι (reale), ρεγγίνα (regina), ρουμπιές (rubiye), ράσπιδο (ruspio), σκούδον (scudo), σολδί (soldo), τάλλαρον (tallero), τσεκίνι (zechin), τορνέζι (tornese), φιορίνι, φλωρί (Economies méditerranéennes: équilibres et intercommunications, XIIIe-XIX siècles: actes du IIe Colloque international d'histoire, Athènes, 18-25 Septembre 1983, Volume 3, Centre de recherches néohelléniques, Fondation nationale de la recherche scientifique, 1985, σελ. 183)

Κλιτικοί τύποι

επεξεργασία

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη δούξ