δούξ
Ετυμολογία
επεξεργασία- δούξ, τύπος του 12ου αιώνα < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή δούξ < λατινική dux, θέμα duc- όπως στο duco (οδηγώ) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dewk-
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: → και δείτε στο ελληνιστικό δούξ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδούξ αρσενικό ή δούκας, (θηλυκό δούκαινα ή δούκισσα & δουκέσσα)
Άλλες γραφές
επεξεργασία- Δούξ (και με κεφαλαίο ως τίτλος)
Κλιτικοί τύποι
επεξεργασίαΠολυλεκτικοί όροι
επεξεργασία- δούξ Βενετίας (o δόγης)
- μέγας δούξ, μέγας δούκας (ναύαρχος)
Συγγενικά
επεξεργασία ετυμολογικό πεδίο
δουκ-
δουκ-
- δεδουκτεύω
- δούκαινα
- δουκάλιον
- Δουκάναξ
- Δούκας (οικογενειακό όνομα & παράγωγα)
- δουκατικόν
- δουκάτον, δουκάδο
- δουκατόπουλον
- δουκάτωρ
- δουκατωρεύω
- δουκενάριος
- δουκεύω
- δουκιάμος
- δουκιανός
- Δουκικός
- δουκικός
- δουκικῶς
- δουκινιάτωρ
- δούκισσα
- Δουκόβλαστος
- Δουκογενής
- Δουκόθεν
- Δουκολαμπής
- Δουκόπαις
- Δουκοπορφυροβλάστητος
- Δουκοφυής
- Δουκοφυΐα
- Δουκόφυτος
- δουκόω
- Δουκώνυμος
- Κομνηνοδούκας
- Κομνηνοδουκικός
- Κομνηνοδουκόβλαστος
- Κομνηνοδουκόθεν
- Κομνηνοδουκόπαις
- Κομνηνοδουκοφυής
- μεγαλοδουκάτος
- μεγαλοδουκικός
- μεγαλοδούξ
Πηγές
επεξεργασία- δούξ - LBG, δούκας - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- δουξ (μονοτονικό) - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
- δούξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | δούξ | οἱ | δοῦκες | ||||
γενική | τοῦ | δουκός | τῶν | δουκῶν | ||||
δοτική | τῷ | δουκῐ́ | τοῖς | δουξῐ́(ν) | ||||
αιτιατική | τὸν | δοῦκᾰ | τοὺς | δοῦκᾰς | ||||
κλητική ὦ! | δούξ | δοῦκες | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δοῦκε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | δουκοῖν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'φρίξ' όπως «φρίξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- δούξ < (άμεσο δάνειο) λατινική dux, θέμα duc- όπως στο duco (οδηγώ) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dewk-
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδούξ, -ός αρσενικό
- (ελληνιστική κοινή)
- (στρατιωτικός όρος) στρατιωτικός διοικητής
- αρχηγός, ηγέτης
Παράγωγα
επεξεργασίαΑπόγονοι
επεξεργασίαδούξ (ελληνιστική κοινή)
Πηγές
επεξεργασία- δούξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.