ηγέτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ηγέτης | οι | ηγέτες |
γενική | του | ηγέτη | των | ηγετών |
αιτιατική | τον | ηγέτη | τους | ηγέτες |
κλητική | ηγέτη | ηγέτες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ηγέτης < αρχαία ελληνική ἡγέτης < ἡγοῦμαι
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαηγέτης αρσενικό
- αυτός που ηγείται, που έχει την εξουσία
- (μεταφορικά) αυτός που έχει τα προσόντα αρχηγού
- (μεταφορικά) ο πρωτοπόρος, ο κορυφαίος σε ένα τομέα