ηγέτιδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ηγέτιδα | οι | ηγέτιδες |
γενική | της | ηγέτιδας | των | ηγέτιδων |
αιτιατική | την | ηγέτιδα | τις | ηγέτιδες |
κλητική | ηγέτιδα | ηγέτιδες | ||
Και παρωχημένη γενική πληθυντικού «ηγετίδων». | ||||
Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ηγέτιδα < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἡγέτις, από την αιτιατική ἡγέτιδα, ἡγέτ(ις) + κατάληξη θηλυκού -ιδα. Η ελληνιστική μορφή, ἁγέτις.[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /iˈʝe.ti.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : η‐γέ‐τι‐δα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαηγέτιδα θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία ηγέτιδα
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ηγέτιδα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας