-ιδα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | -ιδα | οι | -ιδες |
γενική | της | -ιδας | των | -ιδων |
αιτιατική | τη(ν) | -ιδα | τις | -ιδες |
κλητική | -ιδα | -ιδες | ||
Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- -ιδα < αρχαία ελληνική -ις (για οδοντικόληκτα). Δείτε και -ίδα
Επίθημα επεξεργασία
-ιδα
- επίθημα με το οποίο παράγονται θηλυκά ουσιαστικά από τα αντίστοιχα αρσενικά
Δείτε επίσης επεξεργασία
και