Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ηγούμαι
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
ηγούμαι
<
αρχαία ελληνική
ἡγοῦμαι
Ρήμα
επεξεργασία
ηγούμαι
(
μετοχή ενεστώτα:
ηγούμενος
)
είμαι ο
πρώτος
μιας σειράς
είμαι ο
αρχηγός
Συγγενικά
επεξεργασία
ηγεσία
ηγέτης
ηγετικός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ηγούμαι
αγγλικά
:
lead
(en)
,
spearhead
(en)
γαλλικά
:
diriger
(fr)
,
être
(fr)
à la
tête
(fr)
de
ιταλικά
:
dirigere
(it)
,
condurre
(it)